- εμπειρία
- η (AM ἐμπειρία)1. η γνώση η οποία στηρίζεται στην πείρα (σε αντίθεση προς τη θεωρία) («έχει εμπειρία τού θέματος ή επί τού θέματος», «ἐμπειρία τών πραγμάτων»)2. η γνώση που έχει αποκτηθεί με την πείρα (σε αντίθεση προς την απειρία και την άγνοια) («αναλαμβάνει τη θέση χωρίς να έχει καμιά εμπειρία», «ἡ ἐκ πολλοῡ εμπειρία... ή δι' ὀλίγου μελέτη», Θουκ.)3. η πρακτική γνώση χωρίς θεωρητική μόρφωση ή επιστημονική κατάρτιση («στηρίζεται στην εμπειρία του και όχι σε ειδικές γνώσεις», «κατ' έμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾱσθαι», «επιστήμη οὐκ ἐμπειρία χρώμενον», Πλάτ.)νεοελλ.1. η γνώση που αποκτάται με τις αισθήσεις2. το σύνολο τών γνώσεων που αποκτάται με τις αισθήσεις3. το σύνολο τών γνώσεων που αποκτάται με τις έννοιες, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς4. το σύνολο τών γνώσεων που συγκεντρώνει το άτομο στη διάρκεια τής ζωής του ή όλη η ανθρωπότητα μέσα στην ιστορία.
Dictionary of Greek. 2013.